ἐπιληπτικοῦ

ἐπιληπτικοῦ
ἐπιληπτικός
subject to epilepsy
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τραχηλισμός — ο, ΝΑ [τραχηλίζω] (στην πάλη) τέχνασμα με το οποίο ο παλαιστής προσπαθεί να συλλάβει τον αντίπαλό του από τον τράχηλο για να τόν καταβάλει άμεσα και γρήγορα νεοελλ. ιατρ. σπασμωδική συστολή τού τραχήλου κατά τη διάρκεια επιληπτικού παροξυσμού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”